- στητώδης
- στητώδης, ες, [var] contr. for στεατώδης, Hp. ap. Gal.19.140.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στητώδης — ῶδες, Α βλ. στεατώδης … Dictionary of Greek
στητῶδες — στητώδης masc/fem voc sg στητώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεατώδης — ες / στεατώδης, ῶδες, ΝΑ και στητώδης, ῶδες, Α [στέαρ ατος] αυτός που μοιάζει με στέαρ, με ξύγκι αρχ. γεμάτος στέαρ … Dictionary of Greek